-
1 Καῖσαρ
A elephant, Lyd.Mens.4.102) Caesar, a cognomen of the Gens Julia; esp. of Julius Caesar, D.S. 5.22, Str.4.5.3, etc.; Κ. ὁ θεός prob. in OGI767.5; also of Augustus, ib.458.9 (9 B.C.), Nic.Dam.Vit.Caes. tit., etc.; ὁ νεὸς Κ., opp. ὁ πρεσβύτερος Κ., ib.6; in general, the Emperor, OGI473.8, etc.; Καίσαρος ἀπελεύθερος ib.629.90, etc.; Πρῖμος Καίσαρος, i. e. P. the Emperor's slave, Wilcken Chr.112.4;ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι Ev.Luc.20.25
: pl.,οἱ Καίσαρες OGI516.21
: as title of the designated successor,Καίσαρα ἀποδεικνύει Hdn.2.15.3
, etc.; name of month in the province of Asia, OGI458.54, etc.:—hence [full] Καισάρειος, ον, of, belonging to Caesar, οἱ Κ. his household or officials, POxy.477.5 (ii A. D.), D.C. 52.24, al.; οἶκος Κ., hall in Herod the Great's palace, J.BJ1.21.1; τὸ Κ. temple of Julius Caesar at Alexandria, Str.17.1.9: [full] Καισάρεια ( [suff] καιρό-ηα), τά, games in honour of Gaius Caesar at Cos, SIG1065.9 ([place name] Cos); at Corinth and elsewhere, IG7.1856 ([place name] Thespiae), etc.: [full] Καισάρειος, or [suff] καιρό-ιος, ὁ (sc. μήν), name of month in Egypt and elsewhere, POxy.45.17 (i A. D.), Hemerolog.Flor., etc.:—also [full] Καισαρεών, ῶνος, ὁ, Rev.Et. Gr.19.268 ( Κες-, Aphrodisias):
См. также в других словарях:
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μέγας — (Flavius Valerius Constantinus, Ναϊσσός Μοισίας [σημερινή Νις Σερβίας] 280; – Νικομήδεια Βιθυνίας 337 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (306 337), ιδρυτής του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Ήταν γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek